Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

"Άντε, γεια..." Ένα συγκινητικό κείμενο για τον Μήτσο...

 
«Με λένε Μήτσο, κι εδώ και λίγη ώρα δεν αισθάνομαι καθόλου καλά...

Ξεκίνησα τη σκυλίσια καριέρα μου πριν δύο περίπου χρόνια. Δεν καλοθυμάμαι τα αδέλφια ή τη μητέρα μου. Μας χώρισαν πολύ νωρίς. Θυμάμαι, όμως, την υποδοχή που μου έγινε όταν με υιοθέτησαν. Το αφεντικό μου με είχε διαλέξει γιατί ήμουν το πιο παχουλό και χαριτωμένο κουτάβι. Όταν με πήγε σπίτι, όλοι τρελάθηκαν μαζί μου. Τα παιδιά δεν έλεγαν να σταματήσουν τα χάδια και οι μεγάλοι να συναγωνίζονται για το καλύτερο όνομα: μπουλούκος, χουχούνος, ζουζούλης και άλλα τέτοια γαργαλιστικά.

Εγώ τα είχα χάσει. Νόμιζα πως βρέθηκα ξαφνικά στον παράδεισο, όπου όλοι ασχολούνται συνεχώς μαζί σου, σε χαϊδεύουν και σου δίνουν λιχουδιές μόνο και μόνο για να δουν πόσο χαριτωμένα τις μασουλάς.

Η ευτυχία δεν κράτησε και πολύ. Η αρχή έγινε όταν εισέπραξα αρκετές σφαλιάρες επειδή είχα βρει πολύ του γούστου μου τα καλά παπούτσια της κυρίας και αποφάσισα να τα κάνω λουρίδες. Αργότερα, άρχισαν οι γκρίνιες: «Πάλι εγώ θα βγάλω το σκύλο βόλτα;», «Πάλι μας κατούρησε το παλιόσκυλο!» (τι απέγινε, άραγε, το «χουχούνος»;), «Μα πόσο θα μεγαλώσει πια αυτός ο κόπρος;».

Μια μέρα, όταν ήμουν σχεδόν οκτώ μηνών (και ήδη ψηλότερος από τα παιδιά της οικογένειας), το αφεντικό αποφάσισε να με βγάλει βόλτα με το αυτοκίνητο. Μου φάνηκε περίεργο που τα παιδιά δεν ήλθαν μαζί, αλλά δεν ανησύχησα. Μετά από κάμποση ώρα το αφεντικό μου άνοιξε την πίσω πόρτα και εγώ κατέβηκα, πολύ χαρούμενος που το παιχνίδι άρχιζε. Όταν οι πόρτες έκλεισαν και το αυτοκίνητο έφυγε (με το αφεντικό μέσα) σκέφτηκα πως αυτό θα έπρεπε να είναι κάποιο καινούργιο παιχνίδι. Όταν πέρασαν ώρες και κανείς δεν ερχόταν για να παίξουμε, κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάθισα στην άκρη του δρόμου σαν (;) χαμένος. Όταν αποφάσισα να διαμαρτυρηθώ ουρλιάζοντας, άκουσα τα πρώτα μου χοντρά μπινελίκια ως αδέσποτο (μόνο που τότε δεν το ήξερα ακόμα πως ήμουν τέτοιο...). Επειδή είχε νυχτώσει, αποφάσισα να κοιμηθώ επιτόπου. Το πρωί ξύπνησα τρελά πεινασμένος, και σαν καλύτερη λύση (μοναδική, όπως σύντομα έμελλε να καταλάβω...) βρήκα τις κοντινότερες σκουπιδοσακκούλες. 


Από τότε γυρνάω στους δρόμους, πότε μόνος, πότε με παρέα, και προσπαθώ να καταλάβω –μάταια, πρέπει να πω– τους ανθρώπους. Μερικοί με πλησιάζουν μάλλον φιλικά: «Τι είναι βρε;». Τι να είναι, ρε παιδιά; Πείνα είναι, κρύο είναι, αρρώστια είναι, κι ένα χέρι δεν είναι, να σε χαϊδέψει, να σε αφήσει να ελπίσεις πως μπορεί να ξαναγίνεις κάποτε αγαπητός –ίσως ακόμα και «χουχούνος»!– και όχι να μείνεις «το κ...σκυλο που μας βρομίζει τον δρόμο». 
Άλλοι δεν μπαίνουν καν στον κόπο να σε πλησιάσουν. Και καλύτερα, γιατί αν σε πλησιάσουν και δεν ακούσεις το αφελές «Τι είναι βρε;» έχεις μεγάλες πιθανότητες να εισπράξεις καμιά κοτρόνα, καμιά κλωτσιά ή καμιά μαγκουριά, και να κοιτάς μετά σα χαζός, προσπαθώντας να καταλάβεις τι του έκανες αυτουνού του κ...λη και σε πλάκωσε στα καλά καθούμενα στο ξύλο...

Μέχρι σήμερα την έβγαζα σχετικά καλά. Πότε τα σκουπίδια, πότε κάτι φαγητά στην άκρη του πεζοδρομίου που αφήνει πού και πού ένας γείτονας (αυτός που με είπε Μήτσο και μου' μεινε), δεν πέθανα της πείνας. Όταν, όμως, βρήκα πριν λίγο αυτά τα λαχταριστά κοψίδια δίπλα στο σκουπιδοτενεκέ, τρελάθηκα! Θυμήθηκα τις ένδοξες κουταβίσιες μέρες μου και επέπεσα με ηρωισμό «μέχρις εσχάτων». Τώρα, γιατί μετά τα ξέρασα όλα και τώρα μου τρέχουν τα σάλια, έχω πέσει κάτω και δεν μπορώ καλά-καλά να κουνηθώ, δεν μπορώ να καταλάβω.

Έχω ακούσει από άλλους πως κάποιοι από εμάς έφυγαν έτσι ακριβώς, χωρίς κανείς να καταλάβει τι έφταιγε, και φοβάμαι, φοβάμαι...

...Η καρδιά μου χτυπάει πια πάρα πολύ αργά. Μου φαίνεται πως ήλθε η ώρα μου. Δεν παραπονιέμαι, ούτε κρατάω κακία σε κανένα – τι νόημα θα είχε άλλωστε; Καλά ήταν κι έτσι. Άντε, γεια...»
 


Ο Μήτσος ήταν ένα από τα δεκάδες αδέσποτα που καθημερινά πεθαίνουν δηλητηριασμένα από φόλα. 
Όταν έλθει και η δική μας ώρα, είθε ο Θεός των τετράποδων να είναι εξίσου ανεξίκακος...

γράφει ο Διονύσης Ηλιόπουλος Κτηνίατρος Α. Π.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου