Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Ο Αντώνης, ο Λίο & η μεγάλη απουσία της Βόλτας.

Μια υπέροχη συνέντευξη που έδωσε ο Αντώνης Καφετζόπουλος 
στην  Ελένη Κεφαλοπούλου για το trihes.gr

Ο Αντώνης Καφετζόπουλος µάζεψε τον κακοποιηµένο και εγκαταλελειµµένο Λίο. Μαζί µε τη Βόλτα, που δεν είναι πια κοντά τους, και την οικογένεια του Αντώνη ήταν µια αχώριστη παρέα. 

Ο Αντώνης ήταν διστακτικός όταν του ζήτησα να µας µιλήσει για τη σχέση του µε τα δικά του αγαπηµένα σκυλιά. Αιτία η απώλεια της Βόλτας, της γλυκιάς µποξερίνας που έµεινε µαζί τους 17 ολόκληρα χρόνια.

Photo courtesy of Carlo Raciti | www.carloraciti.com
«Στην Κωνσταντινούπολη, όπου µεγάλωσα, είχαµε παντού γατιά. Μπαινόβγαιναν ελεύθερα στο σπίτι της γιαγιάς µου, της θείας µου και στο δικό µας. Τον δικό µου γάτο τον έλεγα Μίκυ. Είχαµε και τον Γκίζυ, ένα ηµίαιµο Μπόξερ, που ήταν καλός µε τα παιδιά, αλλά σκέτος µπελάς για τους µεγάλους. Στην Αθήνα είχα επίσης γάτους, τον Σταύρο και τον Αρη, µόνο που ως αστείρωτοι την εποχή του ζευγαρώµατος χάνονταν για µέρες και όταν γύριζαν ήταν γεµάτοι πληγές. Η αθηναϊκή σκυλοζωή µου αρχίζει µε τη Βόλτα. Την πήραµε από µια οικογένεια που είχε βάλει αγγελία και την ονοµάσαµε έτσι γιατί η βόλτα ήταν το ιδανικό της. ∆εν ήθελε τίποτα άλλο απ’ τη ζωή της. Μόνο βόλτα. Αργήσαµε να την πάµε για εκπαίδευση και, όταν τέλειωσε τη βασική, ανακάλυψα ότι µας κορόιδευε. Στην εκπαίδευση ήταν τέλεια, αλλά µετά στο σπίτι έκανε ό,τι ήθελε. Το είπα στον εκπαιδευτή και ήρθε µια µέρα µαζί µας. Με το που είδε τον εκπαιδευτή η Βόλτα, που ήταν πανέξυπνο µούτρο, έγινε υπόδειγµα υπάκουου σκύλου. Σήκω – κάτσε, κάτσε – σήκω. Τότε και γω έβαλα σε εφαρµογή σχέδιο πολυµήχανο και ζήτησα από τον εκπαιδευτή να κρυφτεί. Η Βόλτα, µε το που είδε πως µείναµε οι δυο µας, άρχισε να κάνει πάλι τα δικά της και ο εκπαιδευτής παραδέχτηκε ότι µας δούλευε και τους δύο ψιλό γαζί.

Oταν γεννήθηκε ο γιος µας, η Βόλτα από ζήλια ξαναγύρισε σε ηλικία κουταβιού. Για δύο χρόνια λέρωνε µέσα, ανέβαινε στην αγκαλιά µας και έκανε κάθε είδους τρέλα που µπορεί να κάνει ένα κουτάβι. Μετά µάλλον βαρέθηκε να παίζει αυτόν το ρόλο, είχε κολλήσει την αρρώστια του ηθοποιού από µας φαίνεται, και άλλαξε τροπάριο. Eγινε τόσο προστατευτική µε τον Σπύρο, που αν έκανα πως θα τον έδερνα, µου άρπαζε το χέρι, χωρίς δαγκώµατα φυσικά. Μ’ εµένα η σχέση της ήταν πάντα η ίδια. Ηµουν ο Θεός της!  
Η Βόλτα, η πανέξυπνη και γλυκιά µποξερίνα που δεν είναι πια κοντά τους.
Μια µέρα την πήρα στα γυρίσµατα του σίριαλ “Και οι παντρεµένοι έχουν ψυχή” για να τη µυήσω στα µυστικά της τηλεόρασης. Η Βόλτα βρέθηκε στο “στοιχείο” της. Εκανε ένα ολόκληρο στούντιο µπάχαλο. Ηταν τόσο πεισµατάρα, έπρεπε πάντα να κάνει ό,τι είχε στο κεφάλι της. Ετσι στην ταινία µου “Ή γυναίκα είναι σκληρός άνθρωπος” την πάτησε και, παρόλο που ήθελε πολύ να παίξει, εγώ πήρα ένα εκπαιδευµένο σκυλί, τον Ικαρο. Του δώσαµε όµως το όνοµα Βόλτα, για να µη µείνει κι αυτή παραπονεµένη.

Τους τελευταίους µήνες ήταν µια κουρασµένη γριούλα. Τον Ιούνιο χρειάστηκε να λείψω για λίγες µέρες στην Αγγλία. Την τρίτη µέρα η Βόλτα µάς άφησε. Λυπήθηκα πολύ που δεν πέθανε στην αγκαλιά µου και που σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες η γυναίκα και ο γιος µου ήταν µόνοι. Εφυγε όµως ευτυχισµένη και µας έδωσε άπειρη χαρά όλα αυτά τα χρόνια που έµεινε µαζί µας».

Photo courtesy of Carlo Raciti | www.carloraciti.com
Ο Λίο χτυπά µαλακά το γόνατο του Αντώνη, σηµάδι ότι βαρέθηκε ή ότι η Βόλτα µονοπώλησε τη συζήτηση. Η ιστορία του είναι άλλη µια πονεµένη ιστορία αδέσποτου και είχε απασχολήσει τα τηλεοπτικά κανάλια πριν από 4 – 5 χρόνια λόγω της αγριότητάς της. Ο Λίο µεγάλωσε στον Πόρο, ο τοπικός σύλλογος τον στείρωσε και του βρήκε σπίτι, µια και ήταν πολύ φιλικός. Ο ιδιοκτήτης δεν νοιαζόταν και πολύ και τον άφηνε να τριγυρνά έξω, ώσπου ο Λίο βρέθηκε σ’ ένα χαντάκι µε το δέρµα του καµένο από ακουαφόρτε. Στην προσπάθειά του να ανακουφιστεί, είχε πέσει στη θάλασσα, το κορµί του ήταν γεµάτο αλάτι. Οι φιλόζωοι που τον µάζεψαν δεν έβρισκαν κτηνίατρο καλοκαιριάτικα και µια κυρία προθυµοποιήθηκε να τον πάει σε γιατρό στην Αθήνα. Ετσι µπήκε στη ζωή του ο Αντώνης, η Φαίη, ο Σπύρος και, φυσικά, η Βόλτα.

«Mια µέρα πήγα τη Βόλτα στον γιατρό κι εκεί αντίκρισα ένα ροζ σκυλί σχεδόν χωρίς καθόλου δέρµα. Οταν επέστρεψα σπίτι, το συζητήσαµε και αποφασίσαµε πως, αν δεν ενδιαφερόταν κάποιος άλλος, θα τον παίρναµε εµείς. Σε 15 µέρες ο γιατρός είπε ότι δεν υπήρξε ενδιαφερόµενος, οπότε πήρα τον Λίο και πήγαµε ένα µεγάλο περίπατο µε τη Βόλτα για να γνωριστούν. Ο καηµένος ήταν τόσο χάλια, που έλεγα πως δεν θα µπορέσω να τον αγαπήσω!  
Τον πρώτο καιρό είχαµε κάτι γκρρρρ, αργότερα όµως έγιναν όλα µέλι-γάλα µεταξύ τους. Στο σπίτι διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους. Ξάπλωναν µακριά το ένα από το άλλο, κοιτώντας ο ένας δεξιά και η άλλη αριστερά. Με το που έπιανε όµως το κρύο, η απόσταση ανάµεσά τους άρχιζε να µικραίνει, µέχρι που κοιµούνταν, όχι αγκαλιά, αλλά πλάτη µε πλάτη για να ζεσταίνονται, αλλά πάντα χωρίς να κοιτιούνται.

Ο Λίο είναι το σκυλί που του παίρνεις το φαΐ και δεν κάνει τίποτα. Κανονικά θα έπρεπε να µην εµπιστευτεί ποτέ ξανά άνθρωπο, και όµως δεν είναι καθόλου επιφυλακτικός. Τρέχει στους ανθρώπους να τους γνωρίσει και κάνει χαρές. Είναι φιλικός και µε τα άλλα σκυλιά και του αρέσουν τα παιχνίδια µαζί τους. Η µοναδική φορά που επιτέθηκε σε σκύλο ήταν σε έναν που πουλούσε άγριο τσαµπουκά στη Βόλτα. Αυτό δεν το ανέχτηκε.  
Στις διακοπές δεν τους αφήσαµε ποτέ µόνους. Ταξιδεύαµε µ’ ένα µικρό σκάφος, τη βάρκα µας, οπότε µέναµε όλοι µαζί µέσα. Η Βόλτα µπορούσε να περάσει όλη τη µέρα στη θάλασσα, ο Λίο κολυµπάει καλά, αλλά δεν βουτάει µε δική του πρωτοβουλία. Στο αυτοκίνητο πάλι η Βόλτα το ’ριχνε στον ύπνο µέχρι να φτάσουµε, ο Λίο κάθεται όρθιος σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Τα σκυλιά µας τα αντιµετωπίζουµε σαν πρόσωπα, σαν µέλη της οικογένειας, και είναι µαζί µας συνέχεια, 365 µέρες το χρόνο».

Ο Λίο ρίχνει ένα χασµουρητό για να δείξει την ανία του και δεν παίρνει τα µελένια του µάτια από τον Αντώνη. Κοιτάζω το σφιχτό κορµί του. «Ο Λίο είναι πουλόσκυλο. Οσο και να τον µαλώνουµε, µας φέρνει πουλιά, ευτυχώς συχνά ζωντανά. Την άνοιξη τον δένουµε γιατί κινδυνεύουν τα χελιδόνια. Οταν φερµάρει τα πουλιά, είναι απόλυτα συγκεντρωµένος, γίνεται ξαφνικά κυνηγός. Στην Αίγινα µπροστά στα µάτια µας µια µέρα µπαίνει στη θάλασσα και πιάνει ένα γλάρο. Ο γλάρος, όµως, δεν “µασάει”, του ρίχνει δυο τσιµπιές και ξεφεύγει».

Ο Αντώνης σέβεται τις διαθέσεις του φίλου του, τον χαϊδεύει και παίρνει το λουρί.
«Αντε, ρε µπαγάσα Λίο, πάµε να φτιάξουµε την τηλεόραση της γιαγιάς, που σου κράτησε µεζεδάκια, και µετά στο σπίτι σε περιµένει το αγαπηµένο σου γιαούρτι».


πηγή: trihes.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου